- ἄσιλλα
- ἄσιλλα, ἡ,A yoke, like that of a milk-man, to carry baskets, pails, etc., Simon.163;
ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1
(prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1
(prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσιλλα — ἄσιλλα, η (Α) ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε] … Dictionary of Greek
ἀσίλλας — ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem acc pl ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσιλλαν — ἄσιλλα yoke fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασιλλοφόρος — ο αυτός που μεταφέρει κάτι έχοντας άσιλλα* στους ώμους του … Dictionary of Greek
ασιλλοφορώ — ἀσιλλοφορῶ ( έω) (Α) χρησιμοποιώ άσιλλα* για τη μεταφορά φορτίου … Dictionary of Greek